Стиснуть на греческом языке
Перевод: стиснуть, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ζουλώ, σύσπαση, συνωστισμός, πρεσάρω, πιέζω, καθορισμένος, στύβω, πατικώνω, τοποθετώ, κράμπα, στριμώχνω, συμπιέζω, σφίγγω, δάγκωμα, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: стиснуть
стиснуть руку, стиснуть в объятиях, стиснуть зубы во сне, стиснуть зубы да терпеть, стиснуть зубы английский, стиснуть словарь иностранных слов греческий, стиснуть на греческом языке
Переводы
- стискивать на греческом языке - ζουλώ, τοποθετώ, πιάνω, στύβω, καθορισμένος, σφίγγω, κλειδαριά, ...
- стиснутый на греческом языке - στενόχωρος, πιασμένος, πυκνός, στενότητα, περιορισμένος, μικρός
- стих на греческом языке - ποίημα, ποίηση, στίχος, στίχο, εδάφιο, στίχου, το εδάφιο
- стихарь на греческом языке - λευκό ράσο, λευκά άμφια, λευκό άμφιο
Случайные слова
Стиснуть на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ζουλώ, σύσπαση, συνωστισμός, πρεσάρω, πιέζω, καθορισμένος, στύβω, πατικώνω, τοποθετώ, κράμπα, στριμώχνω, συμπιέζω, σφίγγω, δάγκωμα, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει
Переводы: ζουλώ, σύσπαση, συνωστισμός, πρεσάρω, πιέζω, καθορισμένος, στύβω, πατικώνω, τοποθετώ, κράμπα, στριμώχνω, συμπιέζω, σφίγγω, δάγκωμα, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει