Столкновение на греческом языке
Перевод: столкновение, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
σκουντώ, συντρίβω, κρούση, πάταγος, θρυμματίζω, επαφή, κραδασμός, συνάντηση, επίδραση, διαμάχη, συμπλοκή, σπάζω, πέφτω, κύρτωμα, κομματιάζω, προσκρούω, σύγκρουση, διαφωνία, σύγκρουσης, συγκρούονται, σύγκρουσή
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: столкновение
столкновение цивилизаций хантингтон, столкновение галактик, столкновение фильм, столкновение самолетов, столкновение с бездной смотреть онлайн, столкновение словарь иностранных слов греческий, столкновение на греческом языке
Переводы
- столица на греческом языке - μητρόπολη, πρωτεύουσα, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια
- столичный на греческом языке - πρωτεύουσα, μητροπολιτικός, μητροπολίτης, μητροπολιτική, μητροπολιτικές, μητροπολιτικών, μητροπολιτικής
- столкнуть на греческом языке - σπρώχνω, σπρώξιμο, ώθηση, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης
- столкнуться на греческом языке - συγκρούω, κανόνι, αψιμαχία, συγκρούομαι, αντιπαράθεση, κλαγγή, προσκρούω, ...
Случайные слова
Столкновение на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: σκουντώ, συντρίβω, κρούση, πάταγος, θρυμματίζω, επαφή, κραδασμός, συνάντηση, επίδραση, διαμάχη, συμπλοκή, σπάζω, πέφτω, κύρτωμα, κομματιάζω, προσκρούω, σύγκρουση, διαφωνία, σύγκρουσης, συγκρούονται, σύγκρουσή
Переводы: σκουντώ, συντρίβω, κρούση, πάταγος, θρυμματίζω, επαφή, κραδασμός, συνάντηση, επίδραση, διαμάχη, συμπλοκή, σπάζω, πέφτω, κύρτωμα, κομματιάζω, προσκρούω, σύγκρουση, διαφωνία, σύγκρουσης, συγκρούονται, σύγκρουσή