Строгать на греческом языке
Перевод: строгать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
τσιπ, εξαναγκάζω, ξυρίζομαι, επονομάζω, κατασκευάζω, φτιάχνω, μεταγλωττίζω, κάνω, λίμα, εργαλείου απόξεσης, του εργαλείου απόξεσης, ράσπας, εργαλείο απόξεσης
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: строгать
строгать брус, строгать проверочное слово, строгать однокоренное слово, строгать пол, строгать или стругать, строгать словарь иностранных слов греческий, строгать на греческом языке
Переводы
- стричь на греческом языке - αράζω, κόψιμο, κόβω, κοπή, λάπαθο, συνδετήρας, προβλήτα, ...
- строгальщик на греческом языке - μηχανή πλανίσματος, πλάνη, πλάνης, planer, πλανίσματος
- строгий на греческом языке - αγνός, ενδιαφερόμενος, σέρτικος, κοντά, άγριος, σοβαρός, άκαμπτος, ...
- строго на греческом языке - οριστικά, αυστηρά, αυστηρώς, απολύτως, αυστηρή, στενά
Случайные слова
Строгать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: τσιπ, εξαναγκάζω, ξυρίζομαι, επονομάζω, κατασκευάζω, φτιάχνω, μεταγλωττίζω, κάνω, λίμα, εργαλείου απόξεσης, του εργαλείου απόξεσης, ράσπας, εργαλείο απόξεσης
Переводы: τσιπ, εξαναγκάζω, ξυρίζομαι, επονομάζω, κατασκευάζω, φτιάχνω, μεταγλωττίζω, κάνω, λίμα, εργαλείου απόξεσης, του εργαλείου απόξεσης, ράσπας, εργαλείο απόξεσης