Уберегать на греческом языке
Перевод: уберегать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
διασφαλίζω, διασώζω, αποταμιεύω, κατοχυρώνω, αποκρούω, περιφρουρώ, εκτός, προστασία, εξασφάλιση, διασφάλιση, διαφύλαξη, διασφάλισης
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: уберегать
оберегать словосочетание, оберегать синоним, уберегать словарь иностранных слов греческий, уберегать на греческом языке
Переводы
- убеждённо на греческом языке - καταδίκη, πεποίθηση, πεποίθησή, καταδίκης, την πεποίθησή
- убежище на греческом языке - σκεπή, προστατεύω, κάστρο, λιμάνι, φωλιάζω, άσυλο, στεγαστικός, ...
- уберечь на греческом языке - διατηρώ, φρουρώ, συντηρώ, φρουρά, φυλάω, διασώζω, φύλακας, ...
- убивать на греческом языке - τοποθετώ, πελεκώ, κάνω, σφαγή, φόνος, δολοφονώ, σβήνω, ...
Случайные слова
Уберегать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: διασφαλίζω, διασώζω, αποταμιεύω, κατοχυρώνω, αποκρούω, περιφρουρώ, εκτός, προστασία, εξασφάλιση, διασφάλιση, διαφύλαξη, διασφάλισης
Переводы: διασφαλίζω, διασώζω, αποταμιεύω, κατοχυρώνω, αποκρούω, περιφρουρώ, εκτός, προστασία, εξασφάλιση, διασφάλιση, διαφύλαξη, διασφάλισης