Увертливость на греческом языке
Перевод: увертливость, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ολισθηρότητα, λιπαντικότητα, λιπαντικότητας, λιπαντικής, λιπαντική ικανότητα
Другие языки
Родственные слова: увертливость
быстрота увертливость, увертливость словарь иностранных слов греческий, увертливость на греческом языке
Переводы
- уверить на греческом языке - πείθω, βεβαιώνω, διαβεβαιώνω, διαβεβαιώσω, εξασφαλιστεί, εξασφαλίσει, εξασφάλιση
- увертка на греческом языке - αποφεύγω, υπεκφυγή, παιχνίδι, περιστροφή, φοροδιαφυγής, φοροδιαφυγή, της φοροδιαφυγής, ...
- увертливый на греческом языке - διφορούμενος, γλιστερός, ολισθηρός, ολισθηρό, ολισθηρές, ολισθηρά
- увертываться на греческом языке - πάπια, σκύβω, αποφεύγω, ξεγλιστρώ, Dodge, αποφύγει, αποφεύγουμε, ...
Случайные слова
Увертливость на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ολισθηρότητα, λιπαντικότητα, λιπαντικότητας, λιπαντικής, λιπαντική ικανότητα
Переводы: ολισθηρότητα, λιπαντικότητα, λιπαντικότητας, λιπαντικής, λιπαντική ικανότητα