Уволить на греческом языке
Перевод: уволить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εκροή, αυτεξούσιος, απαλλάσσω, εκκρίνω, κουτί, ρουμάνι, απαλλαγμένος, αποσύρομαι, εκπυρσοκρότηση, εξαγοράζω, άφεση, αθωώνω, κυκλοφορώ, δωρεάν, κλοτσώ, χειραφετώ, φωτιά, πυρκαγιά, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: уволить
уволить беременную женщину, уволить работника по инициативе работодателя, уволить перевод, уволить директора, уволить сотрудника, уволить словарь иностранных слов греческий, уволить на греческом языке
Переводы
- увоз на греческом языке - απαγωγή, απαγωγής, απαγωγές, την απαγωγή, απαγωγών
- увозить на греческом языке - παίρνω, οδηγώ, αφαιρώ, πάρει, πάρει μακριά, πάρει μαζί, να πάρει
- уволиться на греческом языке - αποσύρομαι, παραιτηθεί, παραιτούνται, παραιτηθούν, να παραιτηθεί, παραίτησή
- увольнение на греческом языке - λύτρωση, δημοσιεύω, εκπυρσοκρότηση, συναίσθημα, εκκρίνω, εξαγορά, εκροή, ...
Случайные слова
Уволить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εκροή, αυτεξούσιος, απαλλάσσω, εκκρίνω, κουτί, ρουμάνι, απαλλαγμένος, αποσύρομαι, εκπυρσοκρότηση, εξαγοράζω, άφεση, αθωώνω, κυκλοφορώ, δωρεάν, κλοτσώ, χειραφετώ, φωτιά, πυρκαγιά, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός
Переводы: εκροή, αυτεξούσιος, απαλλάσσω, εκκρίνω, κουτί, ρουμάνι, απαλλαγμένος, αποσύρομαι, εκπυρσοκρότηση, εξαγοράζω, άφεση, αθωώνω, κυκλοφορώ, δωρεάν, κλοτσώ, χειραφετώ, φωτιά, πυρκαγιά, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός