Углубление на греческом языке

Перевод: углубление, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
υποδοχή, πρίζα, ύφεση, κοίλος, κατάθλιψη, υπόκωφος, βαθουλώνω, στραπατσάρισμα, σηκός, βουτώ, επαύξηση, εντατικοποίηση, κούφιος, ορυχείο, βαθουλωμένος, βαθούλωμα, εμβάθυνση, την εμβάθυνση, εμβάθυνσης, εμβάθυνση της, εμβάθυνση των
Углубление на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: углубление

углубление в земле, углубление в стене, углубление в котором протекает река, углубление по которому течет река, углубление колодца, углубление словарь иностранных слов греческий, углубление на греческом языке

Переводы

  • углубить на греческом языке - εμβαθύνουν, εμβαθύνει, να εμβαθύνουν, την εμβάθυνση, να εμβαθύνει
  • углубиться на греческом языке - απορροφώ, πηγαίνω, απασχολώ, σκάβω, σκαλίζω, ψάχνω, υπεισέρχεται, ...
  • углубленный на греческом языке - βαθυστόχαστος, βαθύς, σε βάθος, εις βάθος, εμπεριστατωμένη, διεξοδική, ενδελεχή
  • углублять на греческом языке - φτιάχνω, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, κάνω, εμβαθύνουν, εμβαθύνει, να εμβαθύνουν, ...
Случайные слова
Углубление на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: υποδοχή, πρίζα, ύφεση, κοίλος, κατάθλιψη, υπόκωφος, βαθουλώνω, στραπατσάρισμα, σηκός, βουτώ, επαύξηση, εντατικοποίηση, κούφιος, ορυχείο, βαθουλωμένος, βαθούλωμα, εμβάθυνση, την εμβάθυνση, εμβάθυνσης, εμβάθυνση της, εμβάθυνση των