Угнетающий на греческом языке
Перевод: угнетающий, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
καταπιεστικός, καταπιεστική, καταπιεστικό, καταπιεστικά, καταπιεστικές, καταπιεστικής
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: угнетающий
угнетающий эффект, угнетающий вики, угнетающий это, угнетающий фактор, угнетающий рельеф, угнетающий словарь иностранных слов греческий, угнетающий на греческом языке
Переводы
- угнетательский на греческом языке - καταπιεστικός, καταπιεστική, καταπιεστικό, καταπιεστικά, καταπιεστικές, καταπιεστικής
- угнетать на греческом языке - νωπός, υγρός, μελαγχολώ, καταπιέζω, καταπιέζουν, καταπιέζει, καταπιέσει, ...
- угнетение на греческом языке - καταπίεση, κατάθλιψη, ύφεση, καταδυνάστευση, καταπίεσης, την καταπίεση, της καταπίεσης, ...
- угнетенность на греческом языке - καταπίεση, κατάθλιψη, καταδυνάστευση, ύφεση, καταπίεσης, την καταπίεση, της καταπίεσης, ...
Случайные слова
Угнетающий на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: καταπιεστικός, καταπιεστική, καταπιεστικό, καταπιεστικά, καταπιεστικές, καταπιεστικής
Переводы: καταπιεστικός, καταπιεστική, καταπιεστικό, καταπιεστικά, καταπιεστικές, καταπιεστικής