Уединить на греческом языке
Перевод: уединить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
απομονώνω, απομόνωσης, εγκλωβισμού, εγκλεισμού, συμπλοκοποιήσεως, συμπλοκοποίησης
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: уединить
уединить радикал, уединить словарь иностранных слов греческий, уединить на греческом языке
Переводы
- уединенность на греческом языке - μοναξιά, απομόνωση, μυστικότητα, ησυχία, ιδιωτικής ζωής, Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ιδιωτική ζωή
- уединенный на греческом языке - απόκοσμος, ιδιωτικός, απομονωμένος, ψυχρός, χωριστός, απομακρυσμένος, σεμνός, ...
- уединиться на греческом языке - αποσύρομαι, μυστικότητα, ησυχία, ιδιωτικής ζωής, Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ιδιωτική ζωή
- уединять на греческом языке - χωρίζω, απομονώνουν, δεσμεύουν, διαχωρίζουν, απομονώσει
Случайные слова
Уединить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: απομονώνω, απομόνωσης, εγκλωβισμού, εγκλεισμού, συμπλοκοποιήσεως, συμπλοκοποίησης
Переводы: απομονώνω, απομόνωσης, εγκλωβισμού, εγκλεισμού, συμπλοκοποιήσεως, συμπλοκοποίησης