Указ на греческом языке
Перевод: указ, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
θεσπίζω, υπαγορεύω, ρύθμιση, διάταγμα, κανονισμός, σύνταγμα, θέσπισμα, διάγγελμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: указ
указ об урочных летах, указ о вольных хлебопашцах предусматривал, указ о единонаследии, указ президента 636, указ президента, указ словарь иностранных слов греческий, указ на греческом языке
Переводы
- уйма на греческом языке - τσάντα, ραμφίζω, πλήθος, στοιβάδα, πολλά, πολλή, πολλές, ...
- уйти на греческом языке - παρατάω, παραιτούμαι, ησυχαστήριο, οπισθοδρομώ, σεργιανίζω, περπατώ, κρησφύγετο, ...
- указание на греческом языке - κατεύθυνση, παραγγέλλω, παραγγελία, ένδειξη, νουθεσία, εντολή, ενημέρωση, ...
- указанный на греческом языке - μυτερός, αιχμηρός, καθορίζονται, καθορίζεται, διευκρινίζεται, προσδιορίζονται, που καθορίζονται
Случайные слова
Указ на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: θεσπίζω, υπαγορεύω, ρύθμιση, διάταγμα, κανονισμός, σύνταγμα, θέσπισμα, διάγγελμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
Переводы: θεσπίζω, υπαγορεύω, ρύθμιση, διάταγμα, κανονισμός, σύνταγμα, θέσπισμα, διάγγελμα, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που