Укладывать на греческом языке
Перевод: укладывать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εγκαθίσταμαι, περιζώνω, ενσωματώνω, συμπεραίνω, φτιάχνω, στρώνω, κοσμικός, κανονίζω, κάνω, φυλάω, κατασκευάζω, χτυπώ, μπήγω, εξαναγκάζω, τελειώνω, συμπεραίνομαι, πακέτο, συσκευασία, συσκευασίας, pack, το πακέτο
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: укладывать
укладывать ламинат, укладывать челку набок, укладывать или улаживать, укладывать ребенка во сне, укладывать волосы, укладывать словарь иностранных слов греческий, укладывать на греческом языке
Переводы
- укладчик на греческом языке - συσκευαστής, στρώμα, τοποθετών, placer, κοιτασμάτων, μεταλλοφόρων κοιτασμάτων, μεταλλοφόρο κοίτασμα
- укладывание на греческом языке - τέλος, λήξη, συμπέρασμα, στοίβαξης, Στοίβαξη, Η στοίβαξη, Στοίβαγμα, ...
- укладываться на греческом языке - καταφέρνω, πακέτο, αντεπεξέρχομαι, κατακλύζω, διευθύνω, τράπουλα, συσκευάζω, ...
- уклон на греческом языке - πλαγιά, γέρνω, κλίνω, κατήφορος, μαρασμός, ράμπα, ροπή, ...
Случайные слова
Укладывать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εγκαθίσταμαι, περιζώνω, ενσωματώνω, συμπεραίνω, φτιάχνω, στρώνω, κοσμικός, κανονίζω, κάνω, φυλάω, κατασκευάζω, χτυπώ, μπήγω, εξαναγκάζω, τελειώνω, συμπεραίνομαι, πακέτο, συσκευασία, συσκευασίας, pack, το πακέτο
Переводы: εγκαθίσταμαι, περιζώνω, ενσωματώνω, συμπεραίνω, φτιάχνω, στρώνω, κοσμικός, κανονίζω, κάνω, φυλάω, κατασκευάζω, χτυπώ, μπήγω, εξαναγκάζω, τελειώνω, συμπεραίνομαι, πακέτο, συσκευασία, συσκευασίας, pack, το πακέτο