Уклоняться на греческом языке

Перевод: уклоняться, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αποκλίνω, μπαίνω, συρρικνώνομαι, δραπετεύω, πετώ, αποφεύγω, διαφεύγω, υποχωρώ, διαλανθάνω, συστέλλω, ξεφεύγω, εκτρέπομαι, μύγα, αποχωρήσετε, εξαιρεθείτε, εξαιρεθείτε από, εξαιρεθούν από, αποχωρήσετε από
Уклоняться на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: уклоняться

уклоняться от мобилизации, уклоняться от армии, уклоняться перевод на английский, уклоняться от ударов, уклоняться до 27, уклоняться словарь иностранных слов греческий, уклоняться на греческом языке

Переводы

  • уклончивость на греческом языке - χρονοτριβή, υπεκφυγή, υπεκφυγές, αναβολές, υπεκφυγών, δικολαβισμός
  • уклончивый на греческом языке - ασύλληπτος, διφορούμενος, φευγαλέος, αμφίλογος, υπεκφυγές, αποφυγής, αόριστες, ...
  • уклоняющийся на греческом языке - αμφίλογος, υπεκφυγές, αποφυγής, αόριστες, για ακινητοποίηση
  • уключина на греческом языке - πατερίτσα, καρφίτσα, δεκανίκι, γόμφος, σκαρμού
Случайные слова
Уклоняться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αποκλίνω, μπαίνω, συρρικνώνομαι, δραπετεύω, πετώ, αποφεύγω, διαφεύγω, υποχωρώ, διαλανθάνω, συστέλλω, ξεφεύγω, εκτρέπομαι, μύγα, αποχωρήσετε, εξαιρεθείτε, εξαιρεθείτε από, εξαιρεθούν από, αποχωρήσετε από