Укомплектовывать на греческом языке
Перевод: укомплектовывать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
χορήγηση, γεμίζω, περατώνω, παροχή, συμπλήρωμα, ολόκληρος, προμήθεια, ολοκληρώνω, παρέχω, συμπληρώματος, του συμπληρώματος, συμπληρωματικά, το συμπλήρωμα
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: укомплектовывать
что такое укомплектовывать, укомплектовывать перевод, укомплектовывать словарь иностранных слов греческий, укомплектовывать на греческом языке
Переводы
- укомплектованный на греческом языке - ολοκληρώθηκε, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωσε, ολοκληρώνεται
- укомплектовать на греческом языке - ολοκληρώνω, ολόκληρος, περατώνω, συμπλήρωμα, συμπληρώματος, του συμπληρώματος, συμπληρωματικά, ...
- укор на греческом языке - επίπληξη, όνειδος, μομφή, μομφής, προσάψει
- укорачивать на греческом языке - μικραίνω, ελαττώνω, μειώνω, περιορίζω, κονταίνω, περικόπτω, συντομεύσει, ...
Случайные слова
Укомплектовывать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: χορήγηση, γεμίζω, περατώνω, παροχή, συμπλήρωμα, ολόκληρος, προμήθεια, ολοκληρώνω, παρέχω, συμπληρώματος, του συμπληρώματος, συμπληρωματικά, το συμπλήρωμα
Переводы: χορήγηση, γεμίζω, περατώνω, παροχή, συμπλήρωμα, ολόκληρος, προμήθεια, ολοκληρώνω, παρέχω, συμπληρώματος, του συμπληρώματος, συμπληρωματικά, το συμπλήρωμα