Укреплять на греческом языке
Перевод: укреплять, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
σταθερός, εδραιώνω, μετερίζι, ενισχύω, καρδαμώνω, ενδυναμώνω, προμαχώνας, ακτή, σφίγγω, εμπεδώνω, έπαλξη, φτιάχνω, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχυθεί, την ενίσχυση
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: укреплять
укреплять сердце, укреплять ногти йодом, укреплять сосуды, укреплять синонимы, укреплять сердце разбивать лагерь, укреплять словарь иностранных слов греческий, укреплять на греческом языке
Переводы
- укрепление на греческом языке - ενίσχυση, εδραίωση, μετερίζι, ενδυνάμωση, την ενίσχυση, ενίσχυσης, η ενίσχυση
- укрепленный на греческом языке - εμπλουτισμένα, οχυρωμένη, οχυρωμένο, αλκοολωμένου, τα εμπλουτισμένα
- укрепляться на греческом языке - ενισχύω, εδραιώνω, καρδαμώνω, ενδυναμώνω, εμπεδώνω, ενισχύσει, να ενισχύσει, ...
- укрепляющее на греческом языке - ενίσχυση, ενδυνάμωση, την ενίσχυση, ενίσχυσης, η ενίσχυση
Случайные слова
Укреплять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: σταθερός, εδραιώνω, μετερίζι, ενισχύω, καρδαμώνω, ενδυναμώνω, προμαχώνας, ακτή, σφίγγω, εμπεδώνω, έπαλξη, φτιάχνω, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχυθεί, την ενίσχυση
Переводы: σταθερός, εδραιώνω, μετερίζι, ενισχύω, καρδαμώνω, ενδυναμώνω, προμαχώνας, ακτή, σφίγγω, εμπεδώνω, έπαλξη, φτιάχνω, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχυθεί, την ενίσχυση