Уладить на греческом языке
Перевод: уладить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κανονίζω, τακτοποιώ, επισκευάζω, φτιάχνω, εντολή, παραγγελία, εγκαθίσταμαι, παραγγέλλω, προσταγή, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, κανονίσουν, φροντίσει σχετικά
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: уладить
уладить конфликт семье, уладить конфликт с начальником, наладить синоним, уладить перевод, уладить конфликт с клиентом, уладить словарь иностранных слов греческий, уладить на греческом языке
Переводы
- укутанный на греческом языке - υπόκωφο, muffled, πνιχτές, κάποιον υπόκωφο, πνιχτή
- улавливать на греческом языке - αρπάζω, πιάνω, σύλληψη, σύλληψης, δέσμευσης, καταγραφής, τη δέσμευση
- улаживание на греческом языке - προσαρμογή, ρύθμιση, προσαρμογής, ρύθμισης, αναπροσαρμογή
- улаживать на греческом языке - ρυθμίζω, προσταγή, αποτελώ, τετράγωνο, τακτοποιώ, συμβιβάζω, στεγάζω, ...
Случайные слова
Уладить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κανονίζω, τακτοποιώ, επισκευάζω, φτιάχνω, εντολή, παραγγελία, εγκαθίσταμαι, παραγγέλλω, προσταγή, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, κανονίσουν, φροντίσει σχετικά
Переводы: κανονίζω, τακτοποιώ, επισκευάζω, φτιάχνω, εντολή, παραγγελία, εγκαθίσταμαι, παραγγέλλω, προσταγή, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, κανονίσουν, φροντίσει σχετικά