Уложить на греческом языке
Перевод: уложить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κάνω, εξαναγκάζω, στρώνω, τελειώνω, ξαπλώνω, φτιάχνω, καταλήγω, συμπεραίνομαι, χτυπώ, κατασκευάζω, κοσμικός, συμπεραίνω, απεργία, να ορίσει, ορίσει, καθορίζουν, καθορίζει, θέσει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: уложить
уложить отросшую челку, уложить плитку на пол, уложить тротуарную плитку, уложить челку, уложить ламинат цена, уложить словарь иностранных слов греческий, уложить на греческом языке
Переводы
- уловка на греческом языке - καμπή, πλοκή, τρικ, μηχάνημα, τέχνασμα, στροφή, κόλπο, ...
- уложение на греческом языке - κώδικας, λήξη, τέλος, συμπέρασμα, ο κώδικας, του κώδικα, τον κώδικα, ...
- уложиться на греческом языке - συσκευάζω, πακέτο, διανύω, τράπουλα, είμαι, βρίσκομαι, κατακλύζω, ...
- улочка на греческом языке - υποστηρίζω, ενισχύω, δρομάκι, πάροδος, λωρίδα, πλάτη
Случайные слова
Уложить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κάνω, εξαναγκάζω, στρώνω, τελειώνω, ξαπλώνω, φτιάχνω, καταλήγω, συμπεραίνομαι, χτυπώ, κατασκευάζω, κοσμικός, συμπεραίνω, απεργία, να ορίσει, ορίσει, καθορίζουν, καθορίζει, θέσει
Переводы: κάνω, εξαναγκάζω, στρώνω, τελειώνω, ξαπλώνω, φτιάχνω, καταλήγω, συμπεραίνομαι, χτυπώ, κατασκευάζω, κοσμικός, συμπεραίνω, απεργία, να ορίσει, ορίσει, καθορίζουν, καθορίζει, θέσει