Умерять на греческом языке
Перевод: умерять, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
τροποποιώ, μειώνω, μετριάζω, ελαττώνω, οργή, παραλλάζω, μικραίνω, μειώνομαι, μέτριος, σκληραίνω, συρρικνώνομαι, κοπάζω, μείωση, διάθεση, περιορίζω, μετριοπαθής, μέτρια, μέτριας, μέτριο
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: умерять
умереть вики, слово умереть, умерять словарь иностранных слов греческий, умерять на греческом языке
Переводы
- умерщвление на греческом языке - σκοτώνω, φόνος, θανάτωση, δολοφονία, θανάτωσης, τη θανάτωση
- умерщвлять на греческом языке - καταστρέφω, κάνω, σκοτώνω, σκοτώσει, σκοτώνουν, σκοτώσουν, να σκοτώσει, ...
- умеряться на греческом языке - γίνομαι, αρμόζω, με διάθεση, σκληρυμένο, tempered, μετριάζεται, θερμική επεξεργασία
- уместить на греческом языке - κατασκευάζω, καθίζω, φτιάχνω, κάθισμα, εξαναγκάζω, κάνω, ταιριάζει, ...
Случайные слова
Умерять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: τροποποιώ, μειώνω, μετριάζω, ελαττώνω, οργή, παραλλάζω, μικραίνω, μειώνομαι, μέτριος, σκληραίνω, συρρικνώνομαι, κοπάζω, μείωση, διάθεση, περιορίζω, μετριοπαθής, μέτρια, μέτριας, μέτριο
Переводы: τροποποιώ, μειώνω, μετριάζω, ελαττώνω, οργή, παραλλάζω, μικραίνω, μειώνομαι, μέτριος, σκληραίνω, συρρικνώνομαι, κοπάζω, μείωση, διάθεση, περιορίζω, μετριοπαθής, μέτρια, μέτριας, μέτριο