Умножаться на греческом языке
Перевод: умножаться, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ανατέλλω, μεγεθύνω, αυξάνομαι, αυξάνω, αύξηση, προστίθεμαι, προκύπτω, ορθώνομαι, πολλαπλασιάστε, πολλαπλασιάσουμε, πολλαπλασιάσετε, πολλαπλασιάσει, πολλαπλασιάζουν
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: умножаться
умножаться словарь иностранных слов греческий, умножаться на греческом языке
Переводы
- умно на греческом языке - ικανά, έξυπνα, σοφά, συνετά, Έξυπνα, έξυπνο, έξυπνο τρόπο, ...
- умножать на греческом языке - πολλαπλασιάζω, πολλαπλασιάστε, πολλαπλασιάσουμε, πολλαπλασιάσετε, πολλαπλασιάσει, πολλαπλασιάζουν
- умножение на греческом языке - πολλαπλασιασμός, αναπαραγωγή, πολλαπλασιασμό, πολλαπλασιασμού, τον πολλαπλασιασμό, του πολλαπλασιασμού
- умножитель на греческом языке - πολλαπλασιαστής, πολλαπλασιαστή, πολλαπλασιαστικό, πολλαπλασιαστικά, πολλαπλασιαστικού
Случайные слова
Умножаться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ανατέλλω, μεγεθύνω, αυξάνομαι, αυξάνω, αύξηση, προστίθεμαι, προκύπτω, ορθώνομαι, πολλαπλασιάστε, πολλαπλασιάσουμε, πολλαπλασιάσετε, πολλαπλασιάσει, πολλαπλασιάζουν
Переводы: ανατέλλω, μεγεθύνω, αυξάνομαι, αυξάνω, αύξηση, προστίθεμαι, προκύπτω, ορθώνομαι, πολλαπλασιάστε, πολλαπλασιάσουμε, πολλαπλασιάσετε, πολλαπλασιάσει, πολλαπλασιάζουν