Умствование на греческом языке
Перевод: умствование, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
συλλογισμός, εικασία, κερδοσκοπία, διαλογισμός, στοχασμός, συλλογιστικός, περισυλλογή, φιλοσοφείν, φιλοσοφούν, φιλοσοφεί, φιλοσοφώντας, να φιλοσοφούν
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: умствование
бесплодное умствование, умствование словарь иностранных слов греческий, умствование на греческом языке
Переводы
- умственно на греческом языке - διανοητικά, ψυχικά, πνευματικά, νοητική, νοητικά
- умственный на греческом языке - διανοούμενος, πνευματικός, ψυχικός, διανοητικός, ψυχική, ψυχικής, διανοητική, ...
- умствовать на греческом языке - αιτία, αιτιολογία, λόγος, φιλοσοφώ, φιλοσοφεί, φιλοσοφούν, φιλοσοφείς, ...
- умудрить на греческом языке - διδάσκω, να, για να, σε, για, με
Случайные слова
Умствование на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: συλλογισμός, εικασία, κερδοσκοπία, διαλογισμός, στοχασμός, συλλογιστικός, περισυλλογή, φιλοσοφείν, φιλοσοφούν, φιλοσοφεί, φιλοσοφώντας, να φιλοσοφούν
Переводы: συλλογισμός, εικασία, κερδοσκοπία, διαλογισμός, στοχασμός, συλλογιστικός, περισυλλογή, φιλοσοφείν, φιλοσοφούν, φιλοσοφεί, φιλοσοφώντας, να φιλοσοφούν