Упадок на греческом языке
Перевод: упадок, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αναποδιά, ύφεση, ξεπεσμός, κατάθλιψη, σαπίζω, παρακμή, υποχωρώ, εκφύλιση, φθορά, μαρασμός, άμπωτη, παρακμάζω, κλίνω, παύση, πτώση, μείωση, υποχώρηση, παρακμής
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: упадок
упадок сил при беременности, упадок культуры, упадок сил у ребенка, упадок сил, упадок искусства лжи, упадок словарь иностранных слов греческий, упадок на греческом языке
Переводы
- упавший на греческом языке - πεσμένος, πεσμένα, νεκρά, πεσμένων, πεσμένους
- упадничество на греческом языке - παρακμή, παρακμής, την παρακμή, της παρακμής, κατάπτωση
- упадочнический на греческом языке - παρηκμασμένος, παρακμιακή, παρακμιακό, παρηκμασμένη, παρακμιακά
- упадочничество на греческом языке - παρακμή, παρακμής, την παρακμή, της παρακμής, κατάπτωση
Случайные слова
Упадок на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αναποδιά, ύφεση, ξεπεσμός, κατάθλιψη, σαπίζω, παρακμή, υποχωρώ, εκφύλιση, φθορά, μαρασμός, άμπωτη, παρακμάζω, κλίνω, παύση, πτώση, μείωση, υποχώρηση, παρακμής
Переводы: αναποδιά, ύφεση, ξεπεσμός, κατάθλιψη, σαπίζω, παρακμή, υποχωρώ, εκφύλιση, φθορά, μαρασμός, άμπωτη, παρακμάζω, κλίνω, παύση, πτώση, μείωση, υποχώρηση, παρακμής