Упереть на греческом языке

Перевод: упереть, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ξεκουράζομαι, υπόλοιπος, ησυχασμός, να ξεκουραστεί, για να ξεκουραστούν, να ξεκουραστούν, για ανάπαυση, για να ξεκουραστεί
Упереть на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: упереть

упереть значение, упереть руки в боки, умереть синоним, упереть словарь иностранных слов греческий, упереть на греческом языке

Переводы

  • упасть на греческом языке - υποχωρώ, νεροχύτης, πτώση, βυθίζομαι, ρανίδα, σταγόνα, βυθίζω, ...
  • упек на греческом языке - απώλεια, απώλειας, ζημία, την απώλεια, ζημίας
  • упереться на греческом языке - υπόλοιπος, ησυχασμός, ξεκουράζομαι, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, ...
  • упечь на греческом языке - χειροκροτώ, κροτώ, χειροκρότημα, clap, χειροκροτήσουν, να χειροκροτήσουν, χειροκροτήματος
Случайные слова
Упереть на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ξεκουράζομαι, υπόλοιπος, ησυχασμός, να ξεκουραστεί, για να ξεκουραστούν, να ξεκουραστούν, για ανάπαυση, για να ξεκουραστεί