Уплотнять на греческом языке
Перевод: уплотнять, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
συμπιέζω, συνοψίζω, πήζω, πακέτο, επίδραση, εδραίος, σύγκρουση, στύβω, ορμή, εταιρία, ζουλώ, πυκνώνω, σφίγγω, τράπουλα, πατικώνω, υγροποιώ, συμπαγής, συμπαγή, συμπαγές, compact, συμπαγείς
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: уплотнять
уплотнять синоним, чем уплотнять трубы, как уплотнять бетон, как уплотнять льном, уплотнить проверочное слово, уплотнять словарь иностранных слов греческий, уплотнять на греческом языке
Переводы
- уплотнитель на греческом языке - συμπιεστή, οδοστρωτήρας, οδοστρωτήρα, συμπίεσης, πατικώματος
- уплотнить на греческом языке - συνοψίζω, υγροποιώ, συμπυκνώνω, σφραγισμένο, σφραγίζεται, σφραγίζονται, σφραγισμένη, ...
- уплывать на греческом языке - κολυμπώ, επιπλέουν μακριά, πλημμυρίσουν από
- упование на греческом языке - ευελπιστώ, αναμονή, προσδοκία, ελπίζω, ελπίδα, ελπίζουμε, ελπίζουν, ...
Случайные слова
Уплотнять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: συμπιέζω, συνοψίζω, πήζω, πακέτο, επίδραση, εδραίος, σύγκρουση, στύβω, ορμή, εταιρία, ζουλώ, πυκνώνω, σφίγγω, τράπουλα, πατικώνω, υγροποιώ, συμπαγής, συμπαγή, συμπαγές, compact, συμπαγείς
Переводы: συμπιέζω, συνοψίζω, πήζω, πακέτο, επίδραση, εδραίος, σύγκρουση, στύβω, ορμή, εταιρία, ζουλώ, πυκνώνω, σφίγγω, τράπουλα, πατικώνω, υγροποιώ, συμπαγής, συμπαγή, συμπαγές, compact, συμπαγείς