Уполномоченный на греческом языке
Перевод: уполномоченный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αντιπροσωπευτικός, αντιπρόσωπος, παραστατικός, συνήγορος, παραγγελιοδόχος, δικηγόρος, εντολοδόχος, εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: уполномоченный
уполномоченный по правам человека в москве, уполномоченный по правам ребенка спб, уполномоченный экономический оператор, уполномоченный по правам человека в красноярском крае, уполномоченный по правам человека, уполномоченный словарь иностранных слов греческий, уполномоченный на греческом языке
Переводы
- уползать на греческом языке - έρπω, κόλακας, σέρνομαι, ανιχνεύσουμε μακριά
- уползти на греческом языке - έρπω, κόλακας, σέρνομαι, ανίχνευσης, crawl, ανίχνευση, ανιχνεύσουμε
- уполномочивание на греческом языке - εξουσιοδότηση, άδεια, άδειας, έγκριση, αδείας
- уполномочивать на греческом языке - διαπιστεύω, εξουσιοδοτώ, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
Случайные слова
Уполномоченный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αντιπροσωπευτικός, αντιπρόσωπος, παραστατικός, συνήγορος, παραγγελιοδόχος, δικηγόρος, εντολοδόχος, εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί
Переводы: αντιπροσωπευτικός, αντιπρόσωπος, παραστατικός, συνήγορος, παραγγελιοδόχος, δικηγόρος, εντολοδόχος, εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί