Управляющий на греческом языке
Перевод: управляющий, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
οικονόμος, ξεναγώ, θαλαμηπόλος, ξεναγός, καθοδηγώ, καίριος, κυβερνήτης, διευθυντής, τάφος, σκηνοθέτης, επιστάτης, οδηγός, τύμβος, αφεντικό, διευθύνων σύμβουλος, γενικός διευθυντής, διευθύνοντα σύμβουλο, διευθύνοντος συμβούλου, γενικού διευθυντή
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: управляющий
управляющий магазином, управляющий куб, управляющий имением помещика, управляющий делами президента, управляющий ресторана, управляющий словарь иностранных слов греческий, управляющий на греческом языке
Переводы
- управляемый на греческом языке - ελεγχόμενη, ελεγχόμενες, ελεγχόμενης, ελεγχόμενο, την ελεγχόμενη
- управлять на греческом языке - απονέμω, κανόνας, μεταχειρίζομαι, διοικώ, δεξιοτέχνης, εγχειρίζω, σκηνοθετώ, ...
- упражнение на греческом языке - πρακτική, τροχός, άσκηση, τριβελίζω, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, ...
- упражнять на греческом языке - ασκώ, τρένο, εκπαιδεύω, εξασκώ, άσκηση, αμαξοστοιχία, άσκησης, ...
Случайные слова
Управляющий на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: οικονόμος, ξεναγώ, θαλαμηπόλος, ξεναγός, καθοδηγώ, καίριος, κυβερνήτης, διευθυντής, τάφος, σκηνοθέτης, επιστάτης, οδηγός, τύμβος, αφεντικό, διευθύνων σύμβουλος, γενικός διευθυντής, διευθύνοντα σύμβουλο, διευθύνοντος συμβούλου, γενικού διευθυντή
Переводы: οικονόμος, ξεναγώ, θαλαμηπόλος, ξεναγός, καθοδηγώ, καίριος, κυβερνήτης, διευθυντής, τάφος, σκηνοθέτης, επιστάτης, οδηγός, τύμβος, αφεντικό, διευθύνων σύμβουλος, γενικός διευθυντής, διευθύνοντα σύμβουλο, διευθύνοντος συμβούλου, γενικού διευθυντή