Упрямый на греческом языке
Перевод: упрямый, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
νευρικός, φορτικός, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, πεισμωμένος, γαϊδουρινός, ισχυρογνώμονας, ηλίθιος, επίμονες, πεισματική, επίμονους, επίμονο
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: упрямый
упрямый эмиль, упрямый ребенок, упрямый дождь, упрямый педант, упрямый козленок, упрямый словарь иностранных слов греческий, упрямый на греческом языке
Переводы
- упрямиться на греческом языке - επιμένουν, εξακολουθούν να υπάρχουν, εξακολουθούν να υφίστανται, εμμένουν, εξακολουθούν
- упрямство на греческом языке - πείσμα, το πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, επιμονή, πείσματος
- упрятать на греческом языке - βάζω, κρύβω, τοποθετώ, κρύβομαι, κρύψει, απόκρυψη, αποκρύψετε, ...
- упрятаться на греческом языке - κρύβω, κρύβομαι, κρύψει, απόκρυψη, αποκρύψετε, κρύβουν
Случайные слова
Упрямый на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: νευρικός, φορτικός, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, πεισμωμένος, γαϊδουρινός, ισχυρογνώμονας, ηλίθιος, επίμονες, πεισματική, επίμονους, επίμονο
Переводы: νευρικός, φορτικός, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, πεισμωμένος, γαϊδουρινός, ισχυρογνώμονας, ηλίθιος, επίμονες, πεισματική, επίμονους, επίμονο