Уравниваться на греческом языке
Перевод: уравниваться, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
γίνομαι, αρμόζω, παίρνω, αποκτώ, εξισώνονται, ισοφάρισε, εξισωθούν, εξισωθεί, εξισώνεται
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: уравниваться
уравниваться словарь иностранных слов греческий, уравниваться на греческом языке
Переводы
- уравнивание на греческом языке - αποζημίωση, συμψηφισμός, εξίσωση, εξισορρόπησης, εξίσωσης, εξισορρόπηση, εξισώσεως
- уравнивать на греческом языке - επίπεδο, αναπληρώνω, αντισταθμίζω, εξισώνω, λείος, εξισώσει, εξισωθούν, ...
- уравнивающий на греческом языке - αντισταθμιστικές, αντισταθμιστικής, αντισταθμιστική, αντισταθμιστικών, αντισταθμιστικά
- уравниловка на греческом языке - ισοπέδωση, οριζοντίωσης, εξομάλυνσης, εξομάλυνση, ισοπέδωσης
Случайные слова
Уравниваться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: γίνομαι, αρμόζω, παίρνω, αποκτώ, εξισώνονται, ισοφάρισε, εξισωθούν, εξισωθεί, εξισώνεται
Переводы: γίνομαι, αρμόζω, παίρνω, αποκτώ, εξισώνονται, ισοφάρισε, εξισωθούν, εξισωθεί, εξισώνεται