Уравнивающий на греческом языке
Перевод: уравнивающий, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αντισταθμιστικές, αντισταθμιστικής, αντισταθμιστική, αντισταθμιστικών, αντισταθμιστικά
Другие языки
Родственные слова: уравнивающий
уравнивающий трансформатор, уравнивающий импульс, уравнивающий коэффициент, уравнивающий потенциал, уравнивающий груз 10 букв, уравнивающий словарь иностранных слов греческий, уравнивающий на греческом языке
Переводы
- уравнивать на греческом языке - επίπεδο, αναπληρώνω, αντισταθμίζω, εξισώνω, λείος, εξισώσει, εξισωθούν, ...
- уравниваться на греческом языке - γίνομαι, αρμόζω, παίρνω, αποκτώ, εξισώνονται, ισοφάρισε, εξισωθούν, ...
- уравниловка на греческом языке - ισοπέδωση, οριζοντίωσης, εξομάλυνσης, εξομάλυνση, ισοπέδωσης
- уравнитель на греческом языке - ρυθμιστής, ισοπεδωτής, leveler, επιπεδωτή, χωροβάτης, Ισοπεδωτήρες
Случайные слова
Уравнивающий на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αντισταθμιστικές, αντισταθμιστικής, αντισταθμιστική, αντισταθμιστικών, αντισταθμιστικά
Переводы: αντισταθμιστικές, αντισταθμιστικής, αντισταθμιστική, αντισταθμιστικών, αντισταθμιστικά