Урезывать на греческом языке

Перевод: урезывать, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κλαδεύω, κονταίνω, ελαττώνω, αποβάθρα, κόβω, περικόπτω, συντομεύω, αράζω, περιορίζω, μειώνω, τσιγκουνεύομαι, κόψιμο, προβλήτα, λάπαθο, κοπή, περιορίσει, περιορίσουν, να περιορίσει, περιορισμό, τον περιορισμό
Урезывать на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: урезывать

урезывать словарь иностранных слов греческий, урезывать на греческом языке

Переводы

  • урезонивать на греческом языке - πείθω, λόγο, λόγος, λόγω, λόγο αυτό, λόγος για
  • урезывание на греческом языке - περικοπή, περικοπής, περιορισμό, την περικοπή, περικοπής των
  • уретра на греческом языке - ουρήθρα, ουρήθρας, την ουρήθρα, της ουρήθρας, η ουρήθρα
  • урина на греческом языке - ούρα, ούρων, τα ούρα, των ούρων, στα ούρα
Случайные слова
Урезывать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κλαδεύω, κονταίνω, ελαττώνω, αποβάθρα, κόβω, περικόπτω, συντομεύω, αράζω, περιορίζω, μειώνω, τσιγκουνεύομαι, κόψιμο, προβλήτα, λάπαθο, κοπή, περιορίσει, περιορίσουν, να περιορίσει, περιορισμό, τον περιορισμό