Урочный на греческом языке
Перевод: урочный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
συγκεκριμένος, σίγουρος, ακριβής, βέβαιος, ακριβολόγος, σαφής, οριστικός, ο διορισμένος, διορισμένος, η καθορισμένη, ο ορισθείς, το ορισθέν
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: урочный
урочный значение, урочный это, урочный час, урочный лексическое значение, урочный час брэдбери, урочный словарь иностранных слов греческий, урочный на греческом языке
Переводы
- урон на греческом языке - χαμός, ζημιά, απώλεια, ήττα, βλάβη, χάσιμο, βλάπτω, ...
- уронить на греческом языке - αφήνω, μειώνομαι, ενοικιάζομαι, ρανίδα, σταγόνα, πτώση, πέσει, ...
- уругваец на греческом языке - Ουρουγουάης, της Ουρουγουάης, Ουρουγουανός, Uruguayan, Ουρουγουανό
- уругвай на греческом языке - Ουρουγουάη, Ουρουγουάης, της Ουρουγουάης, ΟΥΡΟΥΓΟΥΑΗ, Uruguay
Случайные слова
Урочный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: συγκεκριμένος, σίγουρος, ακριβής, βέβαιος, ακριβολόγος, σαφής, οριστικός, ο διορισμένος, διορισμένος, η καθορισμένη, ο ορισθείς, το ορισθέν
Переводы: συγκεκριμένος, σίγουρος, ακριβής, βέβαιος, ακριβολόγος, σαφής, οριστικός, ο διορισμένος, διορισμένος, η καθορισμένη, ο ορισθείς, το ορισθέν