Усаживать на греческом языке
Перевод: усаживать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
καθίζω, εγκαθιστώ, τοποθετώ, κάθομαι, φυτό, καρέκλα, κανονίζω, εγκαθιδρύω, φυτεύω, εργοστάσιο, κάθισμα, εγκαθίσταμαι, έδρα, καθίσματος, θέση, έδρας
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: усаживать
как усаживать джинсы, ухаживать синоним, усаживать ребенка, усаживать младенца, чем усаживать термоусадку, усаживать словарь иностранных слов греческий, усаживать на греческом языке
Переводы
- усадьба на греческом языке - τετράγωνο, πλατεία, μέρος, αίθουσα, εξοχή, τοποθετώ, τόπος, ...
- усаживание на греческом языке - καθιστικό, καθίσματα, καθισμάτων, καθιστικού, θέσεων
- усаживаться на греческом языке - παίρνω, κάθομαι, κάτσε κάτω, καθίσει, καθίσετε, καθίσουν, να καθίσει
- усатый на греческом языке - μουστακαλής
Случайные слова
Усаживать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: καθίζω, εγκαθιστώ, τοποθετώ, κάθομαι, φυτό, καρέκλα, κανονίζω, εγκαθιδρύω, φυτεύω, εργοστάσιο, κάθισμα, εγκαθίσταμαι, έδρα, καθίσματος, θέση, έδρας
Переводы: καθίζω, εγκαθιστώ, τοποθετώ, κάθομαι, φυτό, καρέκλα, κανονίζω, εγκαθιδρύω, φυτεύω, εργοστάσιο, κάθισμα, εγκαθίσταμαι, έδρα, καθίσματος, θέση, έδρας