Усвоение на греческом языке
Перевод: усвоение, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
υιοθέτηση, χώνεψη, κατανόηση, υιοθεσία, αφομοίωση, πέψη, αφομοίωσης, εξομοίωσης, εξομοίωση, την αφομοίωση
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: усвоение
усвоение жиров, усвоение витамина а, усвоение кальция в организме, усвоение это, усвоение белка, усвоение словарь иностранных слов греческий, усвоение на греческом языке
Переводы
- усваиваемый на греческом языке - αφομοιώσιμος, αφομοιώσιμες, αφομοιώσιμου, αφομοιώσιμη, αφομοιώσιμο
- усваивать на греческом языке - αποκτώ, υιοθετώ, εξομοιώνω, αποδέχομαι, περίληψη, σύνοψη, επιτομή, ...
- усвоить на греческом языке - αποδέχομαι, εξομοιώνω, υιοθετώ, αφομοιώνουν, αφομοιώσει, αφομοιώσουν, αφομοιώνει, ...
- усвояемость на греческом языке - κατανόησης, δυνατότητα κατανόησης, εύληπτο, τον εύληπτο, εύληπτο χαρακτήρα
Случайные слова
Усвоение на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: υιοθέτηση, χώνεψη, κατανόηση, υιοθεσία, αφομοίωση, πέψη, αφομοίωσης, εξομοίωσης, εξομοίωση, την αφομοίωση
Переводы: υιοθέτηση, χώνεψη, κατανόηση, υιοθεσία, αφομοίωση, πέψη, αφομοίωσης, εξομοίωσης, εξομοίωση, την αφομοίωση