Усиленный на греческом языке
Перевод: усиленный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αξιόλογος, έντονος, εντατικός, ουσιαστικός, στερεός, ενισχυμένος, ενισχυμένο, ενισχυμένη, ενισχύεται, οπλισμένο
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: усиленный
усиленный элементием оплот, усиленный закон больших чисел, усиленный рывок в скоростном беге, усиленный мяу, усиленный могучий кот, усиленный словарь иностранных слов греческий, усиленный на греческом языке
Переводы
- усики на греческом языке - μουστάκι, το μουστάκι, μουστάκι του, mustache
- усиление на греческом языке - επαύξηση, ενίσχυση, εντατικοποίηση, ενδυνάμωση, την ενίσχυση, ενίσχυσης, η ενίσχυση
- усиливать на греческом языке - αύξηση, καρδαμώνω, εμπεδώνω, ενισχύω, οξύνω, αυξάνω, εντείνω, ...
- усиливаться на греческом языке - γίνομαι, αυξάνομαι, αυξάνω, ορθώνομαι, αρμόζω, αύξηση, μεγαλώνω, ...
Случайные слова
Усиленный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αξιόλογος, έντονος, εντατικός, ουσιαστικός, στερεός, ενισχυμένος, ενισχυμένο, ενισχυμένη, ενισχύεται, οπλισμένο
Переводы: αξιόλογος, έντονος, εντατικός, ουσιαστικός, στερεός, ενισχυμένος, ενισχυμένο, ενισχυμένη, ενισχύεται, οπλισμένο