Усиливаться на греческом языке

Перевод: усиливаться, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
γίνομαι, αυξάνομαι, αυξάνω, ορθώνομαι, αρμόζω, αύξηση, μεγαλώνω, καρδαμώνω, ανατέλλω, ενδυναμώνω, ενισχύω, εμπεδώνω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Усиливаться на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: усиливаться

усиливаться перевод, усиливаться синоним, почему стали усиливаться, усиливаться викисловарь, усиливаться словарь иностранных слов греческий, усиливаться на греческом языке

Переводы

  • усиленный на греческом языке - αξιόλογος, έντονος, εντατικός, ουσιαστικός, στερεός, ενισχυμένος, ενισχυμένο, ...
  • усиливать на греческом языке - αύξηση, καρδαμώνω, εμπεδώνω, ενισχύω, οξύνω, αυξάνω, εντείνω, ...
  • усиливающийся на греческом языке - αυξανόμενη, αυξανόμενες, αυξάνεται, αυξανόμενο, αναπτυσσόμενη
  • усилие на греческом языке - απόπειρα, προσπάθεια, σπρώχνω, διηθώ, τεντώνω, σπρώξιμο, στραμπουλίζω, ...
Случайные слова
Усиливаться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: γίνομαι, αυξάνομαι, αυξάνω, ορθώνομαι, αρμόζω, αύξηση, μεγαλώνω, καρδαμώνω, ανατέλλω, ενδυναμώνω, ενισχύω, εμπεδώνω, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει