Усилие на греческом языке

Перевод: усилие, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
απόπειρα, προσπάθεια, σπρώχνω, διηθώ, τεντώνω, σπρώξιμο, στραμπουλίζω, εργάζομαι, προσπαθώ, ζόρι, εργασία, κοπιάζω, εκδικάζω, δοκιμάζω, δύναμη, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν
Усилие на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: усилие

усилие резания, усилие затяжки болтов гост, усилие пневмоцилиндра, усилие затяжки болтов колес, усилие затяжки болтов, усилие словарь иностранных слов греческий, усилие на греческом языке

Переводы

  • усиливаться на греческом языке - γίνομαι, αυξάνομαι, αυξάνω, ορθώνομαι, αρμόζω, αύξηση, μεγαλώνω, ...
  • усиливающийся на греческом языке - αυξανόμενη, αυξανόμενες, αυξάνεται, αυξανόμενο, αναπτυσσόμενη
  • усилитель на греческом языке - ενισχυτής, ενισχυτή, του ενισχυτή, ενισχυτού, ενισχυτών
  • усилительный на греческом языке - επιτακτικός, εντατικός, ενίσχυση, ενίσχυσης, ενισχύσεως, την ενίσχυση, πολλαπλασιασμού
Случайные слова
Усилие на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: απόπειρα, προσπάθεια, σπρώχνω, διηθώ, τεντώνω, σπρώξιμο, στραμπουλίζω, εργάζομαι, προσπαθώ, ζόρι, εργασία, κοπιάζω, εκδικάζω, δοκιμάζω, δύναμη, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν