Ускоряться на греческом языке
Перевод: ускоряться, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
επισπεύδω, επιταχύνω, επιταχύνουν, επιταχύνει, να επιταχύνει, την επιτάχυνση, επιταχύνουν την
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: ускоряться
как ускоряться в майнкрафте, как ускоряться на гидре, как ускоряться в скайриме, как ускоряться в марио, ускоряться синонимы, ускоряться словарь иностранных слов греческий, ускоряться на греческом языке
Переводы
- ускориться на греческом языке - επιταχύνω, επιταχύνουν, επιταχύνει, να επιταχύνει, την επιτάχυνση, επιταχύνουν την
- ускорять на греческом языке - επιταχύνω, σπεύδω, προλαμβάνω, ξύνω, βηματίζω, βήμα, ακονίζω, ...
- ускоряющий на греческом языке - επιτάχυνση, επιταχύνοντας, την επιτάχυνση, επιτάχυνση της, επιτάχυνση των
- ускоряющийся на греческом языке - επιτάχυνση, επιταχύνοντας, την επιτάχυνση, επιτάχυνση της, επιτάχυνση των
Случайные слова
Ускоряться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: επισπεύδω, επιταχύνω, επιταχύνουν, επιταχύνει, να επιταχύνει, την επιτάχυνση, επιταχύνουν την
Переводы: επισπεύδω, επιταχύνω, επιταχύνουν, επιταχύνει, να επιταχύνει, την επιτάχυνση, επιταχύνουν την