Успокоить на греческом языке
Перевод: успокоить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κιμάς, καθησυχάζω, νηνεμία, κατευνάζω, ησυχασμός, παρηγορώ, ήρεμος, καταπραΰνω, ήσυχος, καθησυχάσει, καθησυχάσω, διαβεβαιώσω, διαβεβαιώσει, καθησυχάσουν
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: успокоить
успокоить ребенка, успокоить кашель, успокоить нервы, успокоить кашель ночью, успокоить нервы быстро, успокоить словарь иностранных слов греческий, успокоить на греческом языке
Переводы
- успокоенный на греческом языке - ανακούφισε, καταπραΰνεται, ηρεμήσει, soothed, ανακουφισμένη
- успокоительный на греческом языке - γλυκός, ξεκουραστικός, γαλήνιος, καθησυχαστικός, χαλαρωτικό, καταπραϋντική, καταπραϋντικό, ...
- уста на греческом языке - στόμα, στόμιο, το στόμα, πυρετού, στόματος, πυρετό
- устав на греческом языке - νομοθεσία, κανονισμός, εγχειρίδιο, κατάσταση, θέση, κανόνας, βασιλεύω, ...
Случайные слова
Успокоить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κιμάς, καθησυχάζω, νηνεμία, κατευνάζω, ησυχασμός, παρηγορώ, ήρεμος, καταπραΰνω, ήσυχος, καθησυχάσει, καθησυχάσω, διαβεβαιώσω, διαβεβαιώσει, καθησυχάσουν
Переводы: κιμάς, καθησυχάζω, νηνεμία, κατευνάζω, ησυχασμός, παρηγορώ, ήρεμος, καταπραΰνω, ήσυχος, καθησυχάσει, καθησυχάσω, διαβεβαιώσω, διαβεβαιώσει, καθησυχάσουν