Устойчивый на греческом языке
Перевод: устойчивый, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εδραίος, ακλόνητος, απτόητος, συνεπής, άκαμπτος, αδιάλλακτος, επίμονος, ισχυρός, ρωμαλέος, ήχος, άτεγκτος, ανθεκτικός, αλύγιστος, σταθερός, ανοξείδωτος, διαρκής, σταθερή, σταθερής, σταθερό, σταθερά
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: устойчивый
устойчивый рост, устойчивый ветер в тропиках, устойчивый город, устойчивый ветер тропических широт, устойчивый предельный цикл, устойчивый словарь иностранных слов греческий, устойчивый на греческом языке
Переводы
- устой на греческом языке - μόλος, στοίβα, θεμέλιο, στοιβάζω, ίδρυση, σωρός, αποβάθρα, ...
- устойчивость на греческом языке - ρώμη, σταθερότητα, σταθερότητας, τη σταθερότητα, της σταθερότητας, σταθερότητα των
- устоять на греческом языке - συντηρώ, υπομένω, κρατώ, αντέχω, υποστηρίζω, στάση, σταθεί, ...
- устояться на греческом языке - εγκαθίσταμαι, κανονίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
Случайные слова
Устойчивый на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εδραίος, ακλόνητος, απτόητος, συνεπής, άκαμπτος, αδιάλλακτος, επίμονος, ισχυρός, ρωμαλέος, ήχος, άτεγκτος, ανθεκτικός, αλύγιστος, σταθερός, ανοξείδωτος, διαρκής, σταθερή, σταθερής, σταθερό, σταθερά
Переводы: εδραίος, ακλόνητος, απτόητος, συνεπής, άκαμπτος, αδιάλλακτος, επίμονος, ισχυρός, ρωμαλέος, ήχος, άτεγκτος, ανθεκτικός, αλύγιστος, σταθερός, ανοξείδωτος, διαρκής, σταθερή, σταθερής, σταθερό, σταθερά