Устоять на греческом языке
Перевод: устоять, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
συντηρώ, υπομένω, κρατώ, αντέχω, υποστηρίζω, στάση, σταθεί, ηρεμία, παραμείνει, στέκονται
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: устоять
устоять невозможно, устоять в шторме музыка, устоять синонимы, устоять на ногах фильм, устоять невозможно фильм, устоять словарь иностранных слов греческий, устоять на греческом языке
Переводы
- устойчивость на греческом языке - ρώμη, σταθερότητα, σταθερότητας, τη σταθερότητα, της σταθερότητας, σταθερότητα των
- устойчивый на греческом языке - εδραίος, ακλόνητος, απτόητος, συνεπής, άκαμπτος, αδιάλλακτος, επίμονος, ...
- устояться на греческом языке - εγκαθίσταμαι, κανονίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
- устраивать на греческом языке - χτίζω, διαπιστώνω, κρατώ, θεσπίζω, συνωμοτώ, ιδρύω, επιβάλλω, ...
Случайные слова
Устоять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: συντηρώ, υπομένω, κρατώ, αντέχω, υποστηρίζω, στάση, σταθεί, ηρεμία, παραμείνει, στέκονται
Переводы: συντηρώ, υπομένω, κρατώ, αντέχω, υποστηρίζω, στάση, σταθεί, ηρεμία, παραμείνει, στέκονται