Устояться на греческом языке
Перевод: устояться, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εγκαθίσταμαι, κανονίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: устояться
фундамент отстояться, состояться синоним, устояться словарь иностранных слов греческий, устояться на греческом языке
Переводы
- устойчивый на греческом языке - εδραίος, ακλόνητος, απτόητος, συνεπής, άκαμπτος, αδιάλλακτος, επίμονος, ...
- устоять на греческом языке - συντηρώ, υπομένω, κρατώ, αντέχω, υποστηρίζω, στάση, σταθεί, ...
- устраивать на греческом языке - χτίζω, διαπιστώνω, κρατώ, θεσπίζω, συνωμοτώ, ιδρύω, επιβάλλω, ...
- устраиваться на греческом языке - εγκαθίσταμαι, κανονίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
Случайные слова
Устояться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εγκαθίσταμαι, κανονίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
Переводы: εγκαθίσταμαι, κανονίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση