Устраивать на греческом языке
Перевод: устраивать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
χτίζω, διαπιστώνω, κρατώ, θεσπίζω, συνωμοτώ, ιδρύω, επιβάλλω, συνωμοσία, ορίζω, δικαστήριο, ερωτοτροπώ, εγκαθιδρύω, κατασκευάζω, τοποθετώ, τακτοποιώ, ανάστημα, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, κανονίσουν, φροντίσει σχετικά
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: устраивать
устраивать вечеринку перевод, устраивать судьбы испанских оборванцев, устраивать перевод, устраивать синоним, устраивать по английски, устраивать словарь иностранных слов греческий, устраивать на греческом языке
Переводы
- устоять на греческом языке - συντηρώ, υπομένω, κρατώ, αντέχω, υποστηρίζω, στάση, σταθεί, ...
- устояться на греческом языке - εγκαθίσταμαι, κανονίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
- устраиваться на греческом языке - εγκαθίσταμαι, κανονίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
- устранение на греческом языке - εξάλειψη, καθάρισμα, καθαρισμός, μετάθεση, μείωση, αφαίρεση, ελάττωση, ...
Случайные слова
Устраивать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: χτίζω, διαπιστώνω, κρατώ, θεσπίζω, συνωμοτώ, ιδρύω, επιβάλλω, συνωμοσία, ορίζω, δικαστήριο, ερωτοτροπώ, εγκαθιδρύω, κατασκευάζω, τοποθετώ, τακτοποιώ, ανάστημα, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, κανονίσουν, φροντίσει σχετικά
Переводы: χτίζω, διαπιστώνω, κρατώ, θεσπίζω, συνωμοτώ, ιδρύω, επιβάλλω, συνωμοσία, ορίζω, δικαστήριο, ερωτοτροπώ, εγκαθιδρύω, κατασκευάζω, τοποθετώ, τακτοποιώ, ανάστημα, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, κανονίσουν, φροντίσει σχετικά