Устремить на греческом языке

Перевод: устремить, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ορμή, βλέψη, ηγούμαι, αποβλέπω, κλίνω, σκηνοθετώ, καθοδηγώ, γέρνω, διεύθυνση, φιλοδοξία, τρέχω, μόλυβδος, απευθύνω, απορρόφηση, λουρί, σκοπεύω, τείνει, τάση, έχει την τάση, την τάση, τείνουν
Устремить на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: устремить

устремить взор, устремить взгляд, устремить свой взор, устранить синонимы, устранить синоним, устремить словарь иностранных слов греческий, устремить на греческом языке

Переводы

  • устрашить на греческом языке - φοβίζω, εκφοβίζω, τρομάζω, τρομάξει, φοβίσει, φοβίζει, φοβίζουν
  • устрашиться на греческом языке - τρομάζω, φοβίζω, να εκφοβίσει, να εκφοβίσουν, για να εκφοβίσουν, για να εκφοβίσει, για τον εκφοβισμό
  • устремиться на греческом языке - ορμή, τρέχω, βιασύνη, Rush, αιχμής, βιασύνη για, εσπευσμένης προσφυγής
  • устремление на греческом языке - φιλοδοξία, τρέχω, απορρόφηση, βλέψη, ορμή, βιασύνη, αναρρόφησης, ...
Случайные слова
Устремить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ορμή, βλέψη, ηγούμαι, αποβλέπω, κλίνω, σκηνοθετώ, καθοδηγώ, γέρνω, διεύθυνση, φιλοδοξία, τρέχω, μόλυβδος, απευθύνω, απορρόφηση, λουρί, σκοπεύω, τείνει, τάση, έχει την τάση, την τάση, τείνουν