Устремлять на греческом языке
Перевод: устремлять, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
λουρί, σκηνοθετώ, σκοπός, ορμή, τρέχω, μόλυβδος, γέρνω, σκοπεύω, κλίνω, καθοδηγώ, αποβλέπω, φτιάχνω, βιασύνη, απευθύνω, βλέψη, ηγούμαι, στερεώνω, δένω, Στερεώστε, Σφίξτε τις, fasten
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: устремлять
устремлять синонимы, устремлять словарь иностранных слов греческий, устремлять на греческом языке
Переводы
- устремление на греческом языке - φιλοδοξία, τρέχω, απορρόφηση, βλέψη, ορμή, βιασύνη, αναρρόφησης, ...
- устремленность на греческом языке - ροπή, μόδα, τάση, την τάση, τάσης, η τάση
- устремляться на греческом языке - ορμή, βιασύνη, σχίζω, τρέχω, δάκρυ, σκίζω, Rush, ...
- устремлённость на греческом языке - ροπή, τάση, φιλοδοξία, αναρρόφησης, αναρρόφηση, αναρροφήσεως, προσδοκία
Случайные слова
Устремлять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: λουρί, σκηνοθετώ, σκοπός, ορμή, τρέχω, μόλυβδος, γέρνω, σκοπεύω, κλίνω, καθοδηγώ, αποβλέπω, φτιάχνω, βιασύνη, απευθύνω, βλέψη, ηγούμαι, στερεώνω, δένω, Στερεώστε, Σφίξτε τις, fasten
Переводы: λουρί, σκηνοθετώ, σκοπός, ορμή, τρέχω, μόλυβδος, γέρνω, σκοπεύω, κλίνω, καθοδηγώ, αποβλέπω, φτιάχνω, βιασύνη, απευθύνω, βλέψη, ηγούμαι, στερεώνω, δένω, Στερεώστε, Σφίξτε τις, fasten