Уступать на греческом языке

Перевод: уступать, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αναβάλλω, αποσύρομαι, συναινώ, εκφωνώ, παραχωρώ, εισάγω, σοδειά, παραδέχομαι, παραιτούμαι, παραγωγή, παραδίδω, απόδοση, απόδοσης, αποδόσεων, απόδοσις, αποδόσεως
Уступать на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: уступать

уступать перевод на английский, уступать синоним, уступать друг другу, уступать место в маршрутке, уступать место, уступать словарь иностранных слов греческий, уступать на греческом языке

Переводы

  • устройство на греческом языке - προσταγή, τακτοποίηση, ονομάζω, σύνταγμα, παραγγέλλω, άνεση, εντολή, ...
  • уступ на греческом языке - ταράτσα, έδρανο, ακτινοβολία, παγκάκι, προβολή, έδρα, ράφι, ...
  • уступительный на греческом языке - παραχωρητικός, παραχώρησης, προνομιακή, ευνοϊκά, προνομιακό
  • уступить на греческом языке - σοδειά, παραγωγή, υποκύπτω, παραχωρώ, παραιτηθεί, να εγκαταλείψουν, εγκαταλείψουν, ...
Случайные слова
Уступать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αναβάλλω, αποσύρομαι, συναινώ, εκφωνώ, παραχωρώ, εισάγω, σοδειά, παραδέχομαι, παραιτούμαι, παραγωγή, παραδίδω, απόδοση, απόδοσης, αποδόσεων, απόδοσις, αποδόσεως