Уступчивый на греческом языке
Перевод: уступчивый, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
απλοϊκός, εξυπηρετικός, ενδοτικός, εύκολος, εύκαμπτος, ελαστικός, ευλύγιστος, συμβατό, συμβατό με, συμμορφούμενα, συμβατή, συμβατές
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: уступчивый
уступчивый антоним, уступчивый водопад, устойчивый синоним, уступчивый человек, уступчивый перевод, уступчивый словарь иностранных слов греческий, уступчивый на греческом языке
Переводы
- уступчатый на греческом языке - με χείλος, χείλος που, με χείλος που
- уступчивость на греческом языке - συμμόρφωση, ευκολία, ευλυγισία, ευχέρεια, ευκαμψία, ευκαμψίας, την ευκαμψία, ...
- устыдить на греческом языке - ντροπή, κρίμα, ντροπής, την ντροπή, η ντροπή
- устыжать на греческом языке - κρίμα, ντροπή, ustyzhat
Случайные слова
Уступчивый на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: απλοϊκός, εξυπηρετικός, ενδοτικός, εύκολος, εύκαμπτος, ελαστικός, ευλύγιστος, συμβατό, συμβατό με, συμμορφούμενα, συμβατή, συμβατές
Переводы: απλοϊκός, εξυπηρετικός, ενδοτικός, εύκολος, εύκαμπτος, ελαστικός, ευλύγιστος, συμβατό, συμβατό με, συμμορφούμενα, συμβατή, συμβατές