Усугублять на греческом языке
Перевод: усугублять, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αυξάνω, μεγαλοποιώ, τονίζω, επιδεινώνω, αύξηση, βελτιώνω, μεγεθύνω, επιδεινώνουν, επιδεινώσει, να επιδεινώσει, επιδεινώσουν, επιδεινώνει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: усугублять
усугублять википедия, усугублять значение, усугублять синонимы, усугублять перевод, усугублять значение слова, усугублять словарь иностранных слов греческий, усугублять на греческом языке
Переводы
- усугубление на греческом языке - ανάπτυξη, όγκος, ανατέλλω, ορθώνομαι, αύξηση, πρόσφυση, αυξάνω, ...
- усугубленный на греческом языке - επιδεινώθηκε, επιδεινώνεται, επιδείνωσε, επιδεινώνονται, επιδεινωθεί
- усушка на греческом языке - εξάτμιση, συρρίκνωση, συρρίκνωσης, συστολή, συρρικνώσεως, η συρρίκνωση
- усы на греческом языке - μουστάκι, το μουστάκι, μουστάκι του, mustache
Случайные слова
Усугублять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αυξάνω, μεγαλοποιώ, τονίζω, επιδεινώνω, αύξηση, βελτιώνω, μεγεθύνω, επιδεινώνουν, επιδεινώσει, να επιδεινώσει, επιδεινώσουν, επιδεινώνει
Переводы: αυξάνω, μεγαλοποιώ, τονίζω, επιδεινώνω, αύξηση, βελτιώνω, μεγεθύνω, επιδεινώνουν, επιδεινώσει, να επιδεινώσει, επιδεινώσουν, επιδεινώνει