Утвердить на греческом языке

Перевод: утвердить, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εγκρίνω, προσαράσσω, επικυρώνω, κράτος, κρατίδιο, διεκδικώ, βεβαιώνω, ιδρύω, βάθρο, καθιερώνω, διαβεβαιώνω, ευτελής, επιβεβαιώνω, γη, επιβάλλω, υποστηρίζω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει
Утвердить на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: утвердить

утвердить форму расчетного листка, утвердить перевод, утвердить антоним, утвердить изменения в устав, утвердить это, утвердить словарь иностранных слов греческий, утвердить на греческом языке

Переводы

  • утвердительно на греческом языке - καταφατικά, καταφατική, καταφατική απάντηση, θετικώς
  • утвердительный на греческом языке - θετικός, κατηγορηματικός, καταφατικός, καταφατική, καταφατικά, καταφατικής, θετική, ...
  • утвердиться на греческом языке - ενδυναμώνω, εμπεδώνω, καρδαμώνω, ενισχύω, αποκτήσουν πρόσβαση, να αποκτήσουν πρόσβαση, εισέλθουν, ...
  • утверждаемый на греческом языке - φερόμενος, υποτιθέμενη, εικαζόμενη, φερόμενη, υποτιθέμενες, προβαλλόμενη
Случайные слова
Утвердить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εγκρίνω, προσαράσσω, επικυρώνω, κράτος, κρατίδιο, διεκδικώ, βεβαιώνω, ιδρύω, βάθρο, καθιερώνω, διαβεβαιώνω, ευτελής, επιβεβαιώνω, γη, επιβάλλω, υποστηρίζω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει