Утвердиться на греческом языке
Перевод: утвердиться, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ενδυναμώνω, εμπεδώνω, καρδαμώνω, ενισχύω, αποκτήσουν πρόσβαση, να αποκτήσουν πρόσβαση, εισέλθουν, αποκτήσει ερείσματα, εισχωρήσουν
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: утвердиться
утвердиться за счет других, утвердиться во внутреннем человеке, утвердиться в жизни — это значит, утвердиться значение, утвердиться в вере, утвердиться словарь иностранных слов греческий, утвердиться на греческом языке
Переводы
- утвердительный на греческом языке - θετικός, κατηγορηματικός, καταφατικός, καταφατική, καταφατικά, καταφατικής, θετική, ...
- утвердить на греческом языке - εγκρίνω, προσαράσσω, επικυρώνω, κράτος, κρατίδιο, διεκδικώ, βεβαιώνω, ...
- утверждаемый на греческом языке - φερόμενος, υποτιθέμενη, εικαζόμενη, φερόμενη, υποτιθέμενες, προβαλλόμενη
- утверждает на греческом языке - αξιώσεις, ισχυρισμοί, απαιτήσεων, απαιτήσεις, ισχυρισμούς
Случайные слова
Утвердиться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ενδυναμώνω, εμπεδώνω, καρδαμώνω, ενισχύω, αποκτήσουν πρόσβαση, να αποκτήσουν πρόσβαση, εισέλθουν, αποκτήσει ερείσματα, εισχωρήσουν
Переводы: ενδυναμώνω, εμπεδώνω, καρδαμώνω, ενισχύω, αποκτήσουν πρόσβαση, να αποκτήσουν πρόσβαση, εισέλθουν, αποκτήσει ερείσματα, εισχωρήσουν