Утонченно на греческом языке
Перевод: утонченно, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
πρόστιμο, αίθριος, φίνος, ψιλή, εξευγενισμένα, εκλεπτυσμένη, εκλεπτυσμένο, εξευγενισμένο, εξευγενισμένου
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: утонченно
утонченно это, как выглядеть утонченно, как одеваться утонченно, утонченно значение, утонченно синоним, утонченно словарь иностранных слов греческий, утонченно на греческом языке
Переводы
- утончать на греческом языке - λιγνός, αραιώνω, ψιλός, αραιός, λεπτός, λεπτό, λεπτή, ...
- утончаться на греческом языке - αρμόζω, γίνομαι, αραίωση, λέπτυνση, αραίωμα, αραίωσης, εκλέπτυνση
- утонченность на греческом языке - λιχουδιά, βελτίωση, φινέτσα, ακριβολογία, σκιά, λεπτότητα, επιτήδευση, ...
- утонченный на греческом языке - κηλίδα, αψίκορος, καλλιεργημένος, φευγαλέος, λεπτός, πρόστιμο, αίθριος, ...
Случайные слова
Утонченно на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: πρόστιμο, αίθριος, φίνος, ψιλή, εξευγενισμένα, εκλεπτυσμένη, εκλεπτυσμένο, εξευγενισμένο, εξευγενισμένου
Переводы: πρόστιμο, αίθριος, φίνος, ψιλή, εξευγενισμένα, εκλεπτυσμένη, εκλεπτυσμένο, εξευγενισμένο, εξευγενισμένου