Уточнитель на греческом языке
Перевод: уточнитель, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
προκριματικά, qualifier, πρόκρισης, προσδιοριστικό, προκριματικό
Другие языки
Родственные слова: уточнитель
уточнитель словарь иностранных слов греческий, уточнитель на греческом языке
Переводы
- уточнение на греческом языке - πρόκριση, προσόν, Αξιολόγηση, προσόντων, προσόντα, προεπιλογής
- уточненный на греческом языке - καθορίζονται, καθορίζεται, διευκρινίζεται, προσδιορίζονται, που καθορίζονται
- уточнить на греческом языке - καθορίζω, διευκρινίσει, αποσαφηνίσει, αποσαφήνιση, να διευκρινίσει, διευκρινιστεί
- уточниться на греческом языке - γίνομαι, αρμόζω, Αποσαφήνιση, διευκρινίσει, αποσαφηνίσει, Διευκρίνιση, Αποσαφήνιση των
Случайные слова
Уточнитель на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: προκριματικά, qualifier, πρόκρισης, προσδιοριστικό, προκριματικό
Переводы: προκριματικά, qualifier, πρόκρισης, προσδιοριστικό, προκριματικό