Ухаживать на греческом языке

Перевод: ухаживать, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
χερούλι, μεταχειρίζομαι, βλέμμα, τρέχω, παραβλέπω, επιμελούμαι, παραγνωρίζω, νοσοκόμα, βάγια, φαίνομαι, βιασύνη, εμφάνιση, ορμή, περιποιούμαι, χειρίζομαι, κοιτάζω, φροντίδα, περίθαλψη, φροντίδας, περίθαλψης, προσοχή
Ухаживать на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: ухаживать

ухаживать за тату, ухаживать за питомцами, ухаживать за бородой, ухаживать за котом, ухаживать за детьми, ухаживать словарь иностранных слов греческий, ухаживать на греческом языке

Переводы

  • ухажер на греческом языке - μνηστήρας, θαυμαστής, οπαδός, ακολούθου, ακόλουθος, ολισθητήρα, που ακολουθεί
  • ухаживание на греческом языке - ερωτοτροπία, φλερτ, ερωτοτροπίας, της ερωτοτροπίας, η ερωτοτροπία
  • ухарский на греческом языке - ακόλαστος, λοξός, γερτός, κομψός, ακόλαστες
  • ухарство на греческом языке - παλικαρισμός, λεονταρισμοί, νταηλίκι, Bravado, τα Bravado, παλικαριά, ψευτοπαλλικαριά
Случайные слова
Ухаживать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: χερούλι, μεταχειρίζομαι, βλέμμα, τρέχω, παραβλέπω, επιμελούμαι, παραγνωρίζω, νοσοκόμα, βάγια, φαίνομαι, βιασύνη, εμφάνιση, ορμή, περιποιούμαι, χειρίζομαι, κοιτάζω, φροντίδα, περίθαλψη, φροντίδας, περίθαλψης, προσοχή